3 Poemas de "Los Desmoronamientos Sinfónicos" en Griego
3 Ποιήματα του Μιγκέλ Ιλδεφόνσο
Μετάφραση: Στέλιος Καραγιάννης
Miguel Ildefonso
Lima,
1970. Estudió lingüística y literatura en la Pontificia Universidad Católica
del Perú, donde obtuvo el primer premio de los Juegos Florales de 1995. Ganador
del Premio Copé de Poesía 2001, Lima, Perú. Ha realizado la Maestría en
Creative Writting en la Universidad de Texas en El Paso. Ha publicado los
libros de poesía Vestigios (1999), Canciones de un bar en la frontera
(2001) y Las ciudades fantasmas (2002). Ha vivido en Estados Unidos y
viajado por muchos países. También se
dedica a la pintura.
Ο Μιγκελ
Ιλδεφόνσο γεννήθηκε στη Λίμα το 1970.Σπούδασε γλωσσολογία και λογοτεχνία
στο Παπικό Καθολικό Πανεπιστήμιο του Περού. Βραβεύτηκε με δυο σημαντικά βραβεία
νεότατης ποίησης. Σπούδασε δημιουργική γραφή στο Πανεπιστήμιο του Ελ Πάσο στο
Τέξας. Ταξίδεψε σε διάφορες χώρες
y su morada de árboles muertos así aprendí a caminar
bajo las sombras junto a un riachuelo ceremonioso
copiaba un verso y era como cantar al cisne muerto
mi corazón una tarde se fue entre el dorado follaje
así luego aprendí a caminar bajo el sol
και την κατοικία τους πάνω σε δέντρα νεκρά, έτσι έμαθα να περπατώ
κάτω από σκιές δίπλα σε ένα ρυάκι τελετουργικό
αντέγραφα ένα στίχο και ήταν σαν να τραγουδούσα σε ένα κύκνο νεκρό
η καρδιά μου ένα απόβραδο χώθηκε μέσα σε ένα χρυσό φύλλωμα
έτσι μετά έμαθα να βαδίζω κάτω απ’ τον ήλιο
pensaba en el destino de las cucarachas
sabía que cada ser es un acto y una potencia
que cada cosa es materia que se transforma
lo que no sabía era por qué seguía mirando el cielo:
“alguien debería decirte te quiero
aunque no te quiera entonces surgiría en ti
el poeta que transforma el lenguaje en algo infinito
que parte del fin para llegar al principio
y aunque dude esa duda siempre será un sí”
σκεφτόμουν τη μοίρα των κατσαρίδων
ήξερα ότι κάθε όν είναι μια δράση και μια δύναμη
ότι κάθε πράγμα είναι ύλη που μετασχηματίζεται
αυτό που δεν ήξερα ήταν ότι εξακολουθούσα να κοιτάζω τον ουρανό:
“κάποιος θα έπρεπε να σου πει σ’ αγαπώ
και παρόλο που δε θα σε ήθελε τότε θα ξεπηδούσε από μέσα σου
ο ποιητής που μετασχηματίζει τη γλώσσα σε κάτι αόριστο
που ξεκινάει απ’ το τέλος για να φτάσει στην αρχή
και παρόλο που αμφιβάλλει αυτή η αμφιβολία θα είναι πάντα ένα ναι”
la soledad de una ostra dormida. su llanto es el mar. viento nacido
de la dulce desesperación. va su aurora. cubre la transparencia
del ritual. calles que trazan su angustia. tránsito de no ser al ser.
hijos de la piedra. en su rostro incorpóreo una mariposa tiene un
sueño. todavía los fierros oxidados lo encierran. está solo
τη μοναξιά μιας ostra κοιμισμένης. ο θρήνος της είναι η θάλασσα. άνεμος γεννημένος απ’ τη
γλυκιά απελπισία. προβάλλει η χαραυγή της. Καλύπτει την διαφάνεια της
τελετουργίας. δρόμοι που χαράσσουν την αγωνία του. μετάβαση από το μη είναι στο είναι.
ήχος της πέτρας. Στο ασώματο πρόσωπο της μια πεταλούδα βλέπει ένα όνειρο. ακόμα οι
άγριοι οξειδωμένοι το σβήνουν. είναι μόνος